σωματικός
希臘語[編輯]
詞源[編輯]
σώμα (sóma, 「身體」) + -τικός (-tikós)
發音[編輯]
形容詞[編輯]
σωματικός (somatikós) m (陰性 σωματική,中性 σωματικό)
- 身體的
- Έφυγα από τη μέση για να προστατέψω τη σωματική ακεραιότητά μου.
- Éfyga apó ti mési gia na prostatépso ti somatikí akeraiótitá mou.
- 我躲開以保護我身體的尊嚴。
- Ο κατάδικος δικάστηκε σε σωματική ποινή.
- O katádikos dikástike se somatikí poiní.
- 犯人被處以體罰。
變格[編輯]
σωματικός 的變格
數 格 / 性 |
單數 | 複數 | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
陽性 | 陰性 | 中性 | 陽性 | 陰性 | 中性 | |
主格 | σωματικός | σωματική | σωματικό | σωματικοί | σωματικές | σωματικά |
屬格 | σωματικού | σωματικής | σωματικού | σωματικών | σωματικών | σωματικών |
賓格 | σωματικό | σωματική | σωματικό | σωματικούς | σωματικές | σωματικά |
呼格 | σωματικέ | σωματική | σωματικό | σωματικοί | σωματικές | σωματικά |
衍生 | 比較級:πιο + 肯定形(如 πιο σωματικός) 相對最高級:定冠詞 + πιο + 肯定形(如 ο πιο σωματικός) |
派生詞[編輯]
- σωματική ποινή f (somatikí poiní, 「體罰」)
相關詞彙[編輯]
- σωματικώς (somatikós, 「身體上,通過身體」)