σιδεράς

維基詞典,自由的多語言詞典

希臘語[編輯]

詞源[編輯]

源自σίδερο n (sídero, )

名詞[編輯]

σιδεράς (siderásm (複數 σιδεράδες)

  1. 鐵匠

變格[編輯]

近義詞[編輯]

相關詞彙[編輯]