σίδερο
外观
希臘語
[编辑]其他寫法
[编辑]- (鐵): σίδηρος m (sídiros)
詞源
[编辑]源自中古希臘語 σίδερον (síderon),源自古希臘語 σίδηρος (sídēros)。σίδηρος (sídiros)的同源對似詞。
名詞
[编辑]σίδερο (sídero) n (复数 σίδερα)
變格
[编辑]σίδερο的變格
近義詞
[编辑]- (熨斗): σίδερο σιδερώματος n (sídero siderómatos)
相關詞彙
[编辑]- σιδεράς m (siderás, “鐵匠”)
- σιδηρουργός m (sidirourgós, “鐵匠”)
- σιδηρουργείο n (sidirourgeío, “鐵匠鋪,鐵廠”)
- στη βράση κολλάει το σίδερο (sti vrási kolláei to sídero, “趁熱打鐵”)