παράνοια

維基詞典,自由的多語言詞典

古希臘語[編輯]

詞源[編輯]

源自παρανοέω (paranoéō, 胡思亂想) +‎ -ῐᾰ (-ia)

發音[編輯]

 

名詞[編輯]

πᾰρᾰ́νοιᾰ (paránoiaf (屬格 πᾰρᾰνοίᾱς); 一類變格

  1. 精神失常瘋狂

變格[編輯]

派生語彙[編輯]

  • 英語: paranoia
  • 希臘語: παράνοια (paránoia)

延伸閱讀[編輯]

希臘語[編輯]

詞源[編輯]

繼承自古希臘語 παράνοια (paránoia, 瘋狂)

名詞[編輯]

παράνοια (paránoiaf (複數 παράνοιες)

  1. (醫學) 偏執症妄想症
  2. 精神失常
  3. 懷疑多疑

變格[編輯]

相關詞彙[編輯]