οικογενειακός
外觀
希臘語
[編輯]形容詞
[編輯]οικογενειακός (oikogeneiakós) m (陰性 οικογενειακή,中性 οικογενειακό)
- 家庭的
- οικογενειακός γιατρός ― oikogeneiakós giatrós ― 家庭醫生
變格
[編輯] οικογενειακός 的變格
相關詞彙
[編輯]- 參見:οικογένεια f (oikogéneia, 「家庭,家族」)
οικογενειακός (oikogeneiakós) m (陰性 οικογενειακή,中性 οικογενειακό)