λοχίας

維基詞典,自由的多語言詞典

希臘語[編輯]

詞源[編輯]

源自古希臘語 λόχος (lókhos, 連隊)。最早見於1833年。

發音[編輯]

名詞[編輯]

λοχίας (lochíasm f (複數 λοχίες)

  1. (軍事) 中士

變格[編輯]

相關詞彙[編輯]

  • έφεδρος λοχίας m (éfedros lochías, 預備中士)
  • μόνιμος λοχίας m (mónimos lochías, 正式中士)

同類詞彙[編輯]

拓展閱讀[編輯]