跳至內容

κορίτσι

維基詞典,自由的多語言詞典

希臘語

[編輯]

詞源

[編輯]

源自中古希臘語 κορίτσιν (korítsin)古希臘語 κόρη (kórē)的指小詞 + 後綴-ίκιον (-íkion),其重分析成指小詞的形式類似古希臘語 περδίκιον (perdíkion)πέρδιξ (pérdix),或σκωλήκιον (skōlḗkion)σκώληξ (skṓlēx),參見中古希臘語 σκουλήκι (skoulḗki),均加上指小後綴-ιον (-ion)[1]

中古希臘語 σκουλαρίκιον (skoularíkion, 耳環)σχολάριος (skholários, 宮門守衛)希臘語 σκουλαρίκι (skoularíki))可推出其平行詞形*κορίκιον (*koríkion)[2]

發音

[編輯]

名詞

[編輯]

κορίτσι (korítsin (複數 κορίτσια)

  1. 女孩女兒
    έκανε κορίτσιékane korítsi她生了個女孩兒
  2. 女朋友

變格

[編輯]

近義詞

[編輯]

派生詞

[編輯]

參見

[編輯]

參考資料

[編輯]
  1. -ίκι 2 in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], 1998, by the "Triantafyllidis" Foundation.
  2. σκουλαρίκι in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], 1998, by the "Triantafyllidis" Foundation.