σκουλήκι

維基詞典,自由的多語言詞典

希臘語[编辑]

詞源[编辑]

源自古希臘語 σκωλήκιον (skōlḗkion)σκώληξ (skṓlēx)的指小詞。

發音[编辑]

名詞[编辑]

σκουλήκι (skoulíkin (复数 σκουλήκια)

  1. 蠕蟲
  2. 毛蟲
  3. (比喻) 狡猾諂媚
    ένα σκουλήκι είστε
    éna skoulíki eíste
    你是條蟲
  4. (比喻) 用於描述嫉妒
    το σκουλήκι της ζήλειας τον καταβροχθίζει
    to skoulíki tis zíleias ton katavrochthízei
    嫉妒之蟲咬了他

變格[编辑]

拓展閱讀[编辑]