κλειστός

維基詞典,自由的多語言詞典

希臘語[編輯]

詞源[編輯]

κλείνω (kleíno, 關閉)的被動分詞。

形容詞[編輯]

κλειστός (kleistósm (陰性 κλειστή,中性 κλειστό)

  1. 關閉
  2. (語音學音系學) 阻礙的,阻塞

變格[編輯]

相關詞彙[編輯]