跳至內容

ερυθρός

維基詞典,自由的多語言詞典

希臘語[編輯]

詞源[編輯]

源自古希臘語 ἐρυθρός (eruthrós)

發音[編輯]

形容詞[編輯]

ερυθρός (erythrósm (陰性 ερυθρά ερυθρή,中性 ερυθρό)

  1. (正式或用於固定短語) 紅色

變格[編輯]

近義詞[編輯]

派生詞[編輯]

相關詞彙[編輯]