αρσιβαρίστας

維基詞典,自由的多語言詞典

希臘語[編輯]

名詞[編輯]

αρσιβαρίστας (arsivarístasm (複數 αρσιβαρίστες,陰性 αρσιβαρίστρια)

  1. 舉重運動員

變格[編輯]

相關詞彙[編輯]

拓展閱讀[編輯]