ανθοφόρος

維基詞典,自由的多語言詞典

希臘語[編輯]

希臘語[編輯]

ανθοφόρος (anthofórosm (陰性 ανθοφόρη,中性 ανθοφόρο)

  1. 開花

變格[編輯]

相關詞彙[編輯]