αμπελουργός

維基詞典,自由的多語言詞典

希臘語[編輯]

名詞[編輯]

αμπελουργός (ampelourgósm (複數 αμπελουργοί)

  1. (葡萄酒) 栽培葡萄
  2. 修剪葡萄者

變格[編輯]

相關詞彙[編輯]