αγενής

維基詞典,自由的多語言詞典

希臘語[編輯]

詞源[編輯]

源自古希臘語 ἀγενής (agenḗs, 低賤的)

發音[編輯]

形容詞[編輯]

αγενής (agenísm (陰性 αγενής,中性 αγενές)

  1. 粗魯的,無禮
    Αυτή η υπάλληλος ήταν αγενέστατη.
    Aftí i ypállilos ítan agenéstati.
    那個員工最粗魯
  2. 賤金屬

變格[編輯]

近義詞[編輯]

反義詞[編輯]

相關詞彙[編輯]