έρημος
參見:ἐρῆμος
希臘語[編輯]
詞源[編輯]
源自古希臘語 ἔρημος (érēmos),ἐρῆμος (erêmos)的阿提卡式寫法。
形容詞[編輯]
έρημος (érimos) m (陰性 έρημη,中性 έρημο)
變格[編輯]
έρημος 的變格
數 格 / 性 |
單數 | 複數 | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
陽性 | 陰性 | 中性 | 陽性 | 陰性 | 中性 | |
主格 | έρημος • | έρημη • | έρημο • | έρημοι • | έρημες • | έρημα • |
屬格 | έρημου • | έρημης • | έρημου • | έρημων • | έρημων • | έρημων • |
賓格 | έρημο • | έρημη • | έρημο • | έρημους • | έρημες • | έρημα • |
呼格 | έρημε • | έρημη • | έρημο • | έρημοι • | έρημες • | έρημα • |
衍生 | 比較級:πιο + 肯定形(如 πιο έρημος) 相對最高級:定冠詞 + πιο + 肯定形(如 ο πιο έρημος) | |||||
注釋 | ερήμων:屬格複數另形 |
其他寫法[編輯]
- έρμος (érmos)
派生詞[編輯]
- ερήμην (erímin, 「缺席」)
- ερημητήριο n (erimitírio, 「隱居處」)
- ερημία f (erimía, 「孤獨」)
- ερημιά f (erimiá, 「荒野」)
- ερημικός (erimikós, 「荒蕪的」)
- ερημίτης m (erimítis, 「隱士」)
- ερημίτισσα f (erimítissa, 「隱士」)
- ερημώνω (erimóno, 「使變荒涼」)
- άφραχτος κήπος, έρημα τα λάχανα (áfrachtos kípos, érima ta láchana)
- μόνος και έρημος (mónos kai érimos)
- ο φόβος φυλάει τα έρημα (o fóvos fyláei ta érima)
名詞[編輯]
έρημος (érimos) f (複數 έρημοι)
變格[編輯]
έρημος的變格
近義詞[編輯]
- ερημιά f (erimiá, 「荒野」)
派生詞[編輯]
- φωνή βοώντος εν τη ερήμω (foní voóntos en ti erímo)
- αλεπού της ερήμου (alepoú tis erímou)