Λιθουανός

維基詞典,自由的多語言詞典

希臘語[編輯]

名詞[編輯]

Λιθουανός (Lithouanósm (複數 Λιθουανοί,陰性 Λιθουανή)

  1. 立陶宛人(多指男性)

變格[編輯]

相關詞彙[編輯]