Κύπρια

維基詞典,自由的多語言詞典

希臘語[編輯]

名詞[編輯]

Κύπρια (Kýpriaf (複數 Κύπριες,陽性 Κύπριος Κυπριώτης)

  1. 塞浦路斯/賽普勒斯人(女性)

變格[編輯]

近義詞[編輯]

相關詞彙[編輯]

  • 參見:Κύπρος f (Kýpros, 塞浦路斯/賽普勒斯)