Βέλγος

維基詞典,自由的多語言詞典

希臘語[編輯]

名詞[編輯]

Βέλγος (Vélgosm (複數 Βέλγοι,陰性 Βελγίδα Βέλγα)

  1. 比利時人(多指男性)

變格[編輯]

相關詞彙[編輯]