όριο
外观
希腊语
[编辑]其他写法
[编辑]词源
[编辑]源自通用希腊语 ὅριον (hórion, “边界,界限;地区,区域”),古希腊语 ὅρος (hóros, “边界,界限;地标”)的指小词,源自原始希腊语 *wórwos(参见迈锡尼希腊语 𐀺𐀺 (wo-wo)),源自原始印欧语 *werw-。对比拉丁语 urvō (“勾画,划界”)。
发音
[编辑]名词
[编辑]όριο (ório) n
变格
[编辑]近义词
[编辑]拓展阅读
[编辑]- όριο in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], 1998, by the "Triantafyllidis" Foundation.