σύνορο
外观
希臘語
[编辑]其他寫法
[编辑]詞源
[编辑]源自中古希臘語 σῠ́νορον (súnoron, “邊界,界限”),源自通用希臘語 σῠ́νορος (súnoros, “與……相接的,毗鄰的”),等同於συν- (syn-, “和,帶”) + όριο (ório, “邊界”)。
發音
[编辑]名詞
[编辑]σύνορο (sýnoro) n (复数 σύνορα)
- 邊界,界限
- (複數) 邊境地帶
- Τουρκικό τεθωρακισμένο προσπαθεί με σχοινί να ρίξει τον φράχτη στα σύνορα
- Tourkikó tethorakisméno prospatheí me schoiní na ríxei ton fráchti sta sýnora
- 土耳其坦克試圖在邊境用繩索撞倒柵欄
變格
[编辑]σύνορο的變格
相關詞彙
[编辑]- συνορεύω (synorévo, “與……接壤,毗鄰”)
- συνοριοφύλακας (synoriofýlakas, “邊防哨兵”)
近義詞
[编辑]拓展閱讀
[编辑]σύνορο in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], 1998, by the "Triantafyllidis" Foundation.