跳转到内容

σύνορο

維基詞典,自由的多語言詞典

希臘語

[编辑]
希臘語維基百科有一篇文章關於:
維基百科 el

其他寫法

[编辑]

詞源

[编辑]

源自中古希臘語 σῠ́νορον (súnoron, 邊界,界限),源自通用希臘語 σῠ́νορος (súnoros, 與……相接的,毗鄰的),等同於συν- (syn-, 和,帶) +‎ όριο (ório, 邊界)

發音

[编辑]

名詞

[编辑]

σύνορο (sýnoron (复数 σύνορα)

  1. 邊界界限
  2. (複數) 邊境地帶
    Τουρκικό τεθωρακισμένο προσπαθεί με σχοινί να ρίξει τον φράχτη στα σύνορα
    Tourkikó tethorakisméno prospatheí me schoiní na ríxei ton fráchti sta sýnora
    土耳其坦克試圖在邊境用繩索撞倒柵欄

變格

[编辑]

相關詞彙

[编辑]

近義詞

[编辑]

拓展閱讀

[编辑]

σύνορο in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], 1998, by the "Triantafyllidis" Foundation.