φωνογράφος

维基词典,自由的多语言词典

希腊语[编辑]

名词[编辑]

φωνογράφος (fonográfosm (复数 φωνογράφοι)

  1. (媒体) 留声机

变格[编辑]

相关词汇[编辑]

  • 参见:φωνή n (foní, 声音)

参见[编辑]

拓展阅读[编辑]