源自古希腊语 φωνῆεν (phōnêen),源自φωνήεις (phōnḗeis, “有口才的”),源自φωνή (phōnḗ, “声音”) + -ήεις (-ḗeis)。[1]
φωνήεν (foníen) n (复数 φωνήεντα)