φλάουτο
希腊语[编辑]
词源[编辑]
借自意大利语 flauto,源自奥克语、古奥克语 flaut。
发音[编辑]
名词[编辑]
φλάουτο (fláouto) n (复数 φλάουτα)
变格[编辑]
φλάουτο的变格
同类词汇[编辑]
- 参见:ξύλινα πνευστά n 复 (xýlina pnefstá, “木管乐器”)
相关词汇[编辑]
- φλαουτίστας m (flaoutístas, “长笛演奏家”)
- φλαουτίστα f (flaoutísta, “长笛演奏家”)
- φλαουτίστρια f (flaoutístria, “长笛演奏家”)
- φλάουτο με ράμφος n (fláouto me rámfos, “竖笛,直笛”)