跳转到内容

φλάουτο

維基詞典,自由的多語言詞典

希臘語

[编辑]

詞源

[编辑]

借自意大利語 flauto,源自奧克語古奧克語 flaut

發音

[编辑]

名詞

[编辑]

φλάουτο (fláouton (复数 φλάουτα)

  1. (音樂) 長笛

變格

[编辑]
φλάουτο 的變格
單數 複數
主格 φλάουτο (fláouto) φλάουτα (fláouta)
屬格 φλάουτου (fláoutou) φλάουτων (fláouton)
賓格 φλάουτο (fláouto) φλάουτα (fláouta)
呼格 φλάουτο (fláouto) φλάουτα (fláouta)

同類詞彙

[编辑]

相關詞彙

[编辑]