συστρατιώτης

维基词典,自由的多语言词典

希腊语[编辑]

词源[编辑]

συ- (συν-) (sy- (syn-), 一同) +‎ στρατιώτης (stratiótis, 士兵)

名词[编辑]

συστρατιώτης (systratiótism (复数 συστρατιώτες)

  1. 战友同志

变格[编辑]