πιόνι

维基词典,自由的多语言词典

希腊语[编辑]

词源[编辑]

借自法语 pion (兵,卒)

发音[编辑]

名词[编辑]

πιόνι (piónin (复数 πιόνια)

  1. (国际象棋)
    近义词: στρατιώτης (stratiótis)

变格[编辑]

参见[编辑]

希腊语中的国际象棋棋子πεσσοί (pessoí)(布局 · 文字)
♚ ♛ ♜ ♝ ♞ ♟
βασιλιάς (vasiliás) βασίλισσα (vasílissa) πύργος (pýrgos) αξιωματικός (axiomatikós), τρελός (trelós) ίππος (íppos) στρατιώτης (stratiótis), πιόνι (pióni)