μεταφυτεύω

维基词典,自由的多语言词典

希腊语[编辑]

词源[编辑]

源自希腊化时代的通用希腊语 μεταφυτεύω (metaphuteúō),可以拆分为μετα- (元-;后-) +‎ φυτεύω (我种植)

发音[编辑]

动词[编辑]

μεταφυτεύω (metafytévo) (过去简单式 μεταφύτεψα/μεταφύτευσα被动语态 μεταφυτεύομαι)

  1. (园艺) 移种移植

变位[编辑]

相关词汇[编辑]