λογχοφόρος

维基词典,自由的多语言词典

希腊语[编辑]

词源[编辑]

λόγχη (lónchi, 长枪) +‎ -φόρος (-fóros, 携带者)

形容词[编辑]

λογχοφόρος (lonchofórosm (阴性 λογχοφόρα,中性 λογχοφόρο)

  1. 配备有长枪

变格[编辑]

名词[编辑]

λογχοφόρος (lonchofórosm (复数 λογχοφόροι)

  1. (军事) 枪兵枪骑兵

变格[编辑]

近义词[编辑]

相关词汇[编辑]

参见[编辑]