κόκκινο

维基词典,自由的多语言词典

希腊语[编辑]

Διάφορες αποχρώσεις του κοκκίνου

发音[编辑]

形容词[编辑]

κόκκινο (kókkino)

  1. κόκκινος (kókkinos)宾格单数阳性形式。
  2. κόκκινος (kókkinos)主格宾格呼格单数中性形式。

名词[编辑]

κόκκινο (kókkinon (复数 κόκκινα)

  1. 红色
    Το κόκκινο είναι το χρώμα του πάθους.
    To kókkino eínai to chróma tou páthous.
    红色是热情的颜色。
  2. () 红灯
    περνάω με κόκκινοpernáo me kókkino红灯 (字面意思是“通过红灯”)

变格[编辑]

近义词[编辑]

相关词汇[编辑]