κόκκινο
希臘語[编辑]
發音[编辑]
形容詞[编辑]
κόκκινο (kókkino)
名詞[编辑]
κόκκινο (kókkino) n (复数 κόκκινα)
- 紅色
- Το κόκκινο είναι το χρώμα του πάθους.
- To kókkino eínai to chróma tou páthous.
- 紅色是熱情的顏色。
- (口語) 紅燈
- περνάω με κόκκινο ― pernáo me kókkino ― 闖紅燈 (字面意思是「通過紅燈」)
變格[编辑]
κόκκινο的變格
近義詞[编辑]
- (紅燈): Σταμάτης m (Stamátis) (幽默)