εξόριστος

维基词典,自由的多语言词典

希腊语[编辑]

形容词[编辑]

εξόριστος (exóristosm (阴性 εξόριστη,中性 εξόριστο)

  1. 流亡

变格[编辑]

相关词汇[编辑]

名词[编辑]

εξόριστος (exóristosm (复数 εξόριστοι,阴性 εξόριστη)

  1. 流亡者

变格[编辑]