跳转到内容

εκατοστόμετρο

维基词典,自由的多语言词典

希腊语[编辑]

名词[编辑]

εκατοστόμετρο (ekatostómetron (复数 εκατοστόμετρα)

  1. 厘米公分

变格[编辑]

近义词[编辑]

相关词汇[编辑]

拓展阅读[编辑]