εκατοστό

維基詞典,自由的多語言詞典

希臘語[编辑]

名詞[编辑]

εκατοστό (ekatostón (复数 εκατοστά)

  1. 百分之一
  2. (口語) 釐米公分

變格[编辑]

近義詞[编辑]

相關詞彙[编辑]

形容詞[编辑]

εκατοστό (ekatostó)

  1. εκατοστός (ekatostós)賓格單數陽性形式。
  2. εκατοστός (ekatostós)主格賓格呼格單數中性形式。