εκατό
外观
參見:εκατό-
希臘語
[编辑]詞源
[编辑]源自中古希臘語 ἑκατό,源自古希臘語 ἑκατόν (hekatón)。
發音
[编辑]數詞
[编辑]εκατό (ekató)
- 一百,100
- (比喻義,誇張) 表示程度的誇張。
- Σου το είπα εκατό φορές, αλλά δεν με ακούς.
- Sou to eípa ekató forés, allá den me akoús.
- 我都跟你講了一百次了,但你就是不聽。
- 近義詞:χίλια (chília)
其他寫法
[编辑]- εκατόν (ekatón)(101-199中使用)
近義詞
[编辑]相關詞彙
[编辑]- εκατό ένα (ekató éna,“101”)
- εκατόμβη (ekatómvi,“百牲祭”)
- εκατομμύριο (ekatommýrio,“百萬”)
- εκατομμυριούχος m 或 f (ekatommyrioúchos,“百萬富翁”)
- εκατοντάδα (ekatontáda,“100個的一組”)
- εκατονταετηρίδα (ekatontaetirída,“百年的,世紀的”)
- εκατονταετής (ekatontaetís,“百年的”)
- εκατονταετία (ekatontaetía,“百年,世紀”)
- εκατονταπλάσιος (ekatontaplásios,“百倍”)
- εκατονταρχία f (ekatontarchía,“百人隊”)
- εκατόνταρχος m (ekatóntarchos,“百夫長”)
- εκατοστημόριο (ekatostimório,“百分之一”)
- εκατοστίζω (ekatostízo,“百歲”)
- εκατοστό (ekatostó,“1公分”)
- εκατοστόγραμμο n (ekatostógrammo,“1厘克”)
- εκατοστόμετρο (ekatostómetro,“1公分”)
- εκατοστόμετρον (ekatostómetron,“1公分”)
- εκατοστός (ekatostós,“第100”)
- εκατοστός πρώτος (ekatostós prótos,“第101”)
- εκατόχρονος (ekatóchronos,“百年的”)
- καμιά εκατοστή (kamiá ekatostí)
- κατοστάρι (katostári,“100歐元鈔票,100米賽跑等”)
- κατοστάρικο (katostáriko,“100歐元鈔票”)
- τοις εκατό (tois ekató,“百分之”)
名詞
[编辑]εκατό (ekató) n (無屈折)
- 一百
- 希臘的報警電話號碼。
- Το εκατό ήρθε αμέσως και τον έδιωξε.
- To ekató írthe amésos kai ton édioxe.
- 100(警察)馬上過來載他們走了。