跳转到内容

γερός

维基词典,自由的多语言词典
参见:γέρος

希腊语

[编辑]

词源

[编辑]

源自通用希腊语 γερός (gerós),源自古希腊语 ὑγιερός (hugierós),源自ὑγιής (hugiḗs, 健康的,强壮的)

发音

[编辑]

形容词

[编辑]

γερός (gerósm (阴性 γερή,中性 γερό)

  1. (指人) 强壮的,壮实
    Δεν με νοιάζει αν είναι αγόρι ή κορίτσι, αρκεί να είναι γερό παιδί.
    Den me noiázei an eínai agóri í korítsi, arkeí na eínai geró paidí.
    我不关系是男孩还是女孩,只要生出来够健康就行。
  2. (引申) 坚固
    Το σπίτι είναι γερό και θα αντέξει την καταιγίδα.
    To spíti eínai geró kai tha antéxei tin kataigída.
    这间屋子够坚固,能够抵御住风暴吹袭。
  3. 坚强的,强大
    Ο επιστήμονας έχει γερό μυαλό.
    O epistímonas échei geró myaló.
    这名科学家有着强大的内心。
  4. (指物品) 完好的,完整
    Δεν έχει αφήσει γερό ποτήρι στο σπίτι!
    Den échei afísei geró potíri sto spíti!
    她连屋子里一件完好的杯子都没留下!
  5. (指水果、坚果)腐烂
    γερά αμύγδαλαgerá amýgdala未腐烂的扁桃

变格

[编辑]

参见

[编辑]