αντρειωμένος

维基词典,自由的多语言词典

希腊语[编辑]

其他写法[编辑]

形容词[编辑]

αντρειωμένος (antreioménosm (阴性 αντρειωμένη,中性 αντρειωμένο)

  1. 勇敢的,英勇

变格[编辑]

相关词汇[编辑]