ανδρειωμένος

维基词典,自由的多语言词典

希腊语[编辑]

形容词[编辑]

ανδρειωμένος (andreioménosm (阴性 ανδρειωμένη,中性 ανδρειωμένο)

  1. 勇敢的,英勇
    近义词: ανδρείος (andreíos)

变格[编辑]

相关词汇[编辑]