ακλείδωτος

维基词典,自由的多语言词典

希腊语[编辑]

形容词[编辑]

ακλείδωτος (akleídotosm (阴性 ακλείδωτη,中性 ακλείδωτο)

  1. 上锁

变格[编辑]

相关词汇[编辑]