αγοράζω

维基词典,自由的多语言词典

希腊语[编辑]

词源[编辑]

源自古希腊语 ἀγοράζω (agorázō, 在市场)

发音[编辑]

动词[编辑]

αγοράζω (agorázo) (过去简单式 αγόρασα被动语态 αγοράζομαι)

  1. 购买

变位[编辑]

相关词汇[编辑]

参见[编辑]