αγλύκαντος

维基词典,自由的多语言词典

希腊语[编辑]

形容词[编辑]

αγλύκαντος (aglýkantosm (阴性 αγλύκαντη,中性 αγλύκαντο)

  1. 不够
  2. (味道)

变格[编辑]

近义词[编辑]