χέρι
外观
希臘語
[编辑]其他寫法
[编辑]- (純正希臘語) χειρ f (cheir)
詞源
[编辑]源自中古希臘語 χέριν (khérin),源自通用希臘語 χέριον (khérion),古希臘語 χείρ (kheír)的指小詞,源自原始希臘語 *kʰéhər,源自原始印歐語 *ǵʰésōr (“手”)。χειρ (cheir) 的同源對似詞。
發音
[编辑]名詞
[编辑]χέρι (chéri) n (复数 χέρια)
- (解剖學) 臂,手臂
- Της έκοψαν το ένα χέρι λόγω γάγγραινας.
- Tis ékopsan to éna chéri lógo gángrainas.
- 因為生了壞疽,他們把她的一隻手臂切除了。
- Ψηλά τα χέρια! Ληστεία!
- Psilá ta chéria! Listeía!
- 把手舉起來!搶劫!
- (解剖學,特指) 手
- Πλύνε τα χέρια σου πριν φας.
- Plýne ta chéria sou prin fas.
- 吃東西之前先洗手。
- Άσε το χέρι μου. Μου πονάς τα κόκαλα.
- Áse to chéri mou. Mou ponás ta kókala.
- 放開我的手。你把我的骨頭弄疼了。
- (比喻義) 把手,柄
- Πιάσε το χέρι του μπαστουνιού καλά, παππού.
- Piáse to chéri tou bastounioú kalá, pappoú.
- 爺爺,抓住拐杖的柄。
- (比喻義) 塗層
- Θα περάσουμε τον τοίχο δύο χέρια χρώμα ακόμη.
- Tha perásoume ton toícho dýo chéria chróma akómi.
- 我們要給這堵墻再刷上兩層。
- (足球,比喻義) 手球
- Ο διαιτητής σφύριξε το χέρι.
- O diaititís sfýrixe to chéri.
- 裁判吹哨示意手球。
變格
[编辑]近義詞
[编辑]相關詞彙
[编辑]派生詞
[编辑]- χεράκι n (cheráki) (指小詞)
- χερούκλα f (cheroúkla) (增義)
- χέρα f (chéra) (增義)
- χέρι-χέρι (chéri-chéri, “手牽手”)
- χερούλι n (cheroúli, “把手”)
- χεριά f (cheriá, “一握,一把”)
- μακρύ χέρι n (makrý chéri, “鹹豬手”, 字面意思是“長臂”)
- κάθομαι με σταυρωμένα χέρια (káthomai me stavroména chéria, “不為所動”, 字面意思是“交叉手臂坐著”)
- έρχομαι στα χέρια (érchomai sta chéria, “打架”, 字面意思是“來到雙手”)
- πιάνομαι στα χέρια (piánomai sta chéria, “打架”, 字面意思是“被捲入到雙手中”)
- σηκώνω τα χέρια (sikóno ta chéria, “放棄,投降”, 字面意思是“舉起雙手”)
- από δεύτερο χέρι (apó déftero chéri, “二手的”)
- αριστερό χέρι (aristeró chéri, “左手邊”)
- δεξί χέρι (dexí chéri, “右手邊”)
- μετρούνται στα δάχτυλα του ενός χεριού (metroúntai sta dáchtyla tou enós cherioú, “屈指可數”)
- ζητώ το χέρι (zitó to chéri, “求婚”)
- δένω τα χέρια (déno ta chéria, “把雙手綁起來”)
- δίνω ένα χέρι (díno éna chéri, “幫忙”)
- με το χέρι στην καρδιά (me to chéri stin kardiá, “用心承諾”)
- βάζω το χέρι μου στη φωτιά (vázo to chéri mou sti fotiá, “發誓,保證”, 字面意思是“把手放進火裡”)
- βάζω το χέρι μου στο ευαγγέλιο (vázo to chéri mou sto evangélio, “發誓,保證”, 字面意思是“把手放在福音書上”)
- βάζω στο χέρι (vázo sto chéri, “掌控;作弊”, 字面意思是“拿在手裡”)
- βάζω χέρι (vázo chéri, “猥褻,亂摸;懲戒;拿,取”, 字面意思是“把手放在上面”)
- με άδεια χέρια (me ádeia chéria, “空手的”)
- δεν μου κοβόταν καλύτερα το χέρι (den mou kovótan kalýtera to chéri, “要是不那麼做就好了”, 字面意思是“要是我的手被砍掉就好了”)
- κάλλιο πέντε και στο χέρι παρά δέκα και καρτέρει (kállio pénte kai sto chéri pará déka kai kartérei, “双鸟在林不如一鸟在手”, 字面意思是“手裡五個好過等待十個”)
- κάτω τα χέρια (káto ta chéria, “住手”)
- δεξί χέρι (dexí chéri, “得力助手”)
- στο χέρι (sto chéri, “用手”)
- το πάνω χέρι (to páno chéri, “先手”)
- γειά στα χέρια σου (geiá sta chéria sou, “做得好,幹得漂亮(多用於用手做的事情,如烹飪)”, 字面意思是“為你的雙手乾杯”)
- πέφτω στα χέρια (péfto sta chéria, “落入某人的圈套”, 字面意思是“落入某人的手中”)
- σε καλά χέρια (se kalá chéria, “受到很好的照料”)
- χερόβολο n (cheróvolo, “一捆穀子”)
- χερόμυλος m (cherómylos, “手推磨”)