跳转到内容

οργανώνω

維基詞典,自由的多語言詞典

希臘語

[编辑]

詞源

[编辑]

古典借詞,源自法語 organiser。字面分析等同於 όργανο (órgano) +‎ -ώνω (-óno)[1]

發音

[编辑]

動詞

[编辑]

οργανώνω (organóno) (過去簡單式 οργάνωσα被動語態 οργανώνομαι被動過去 οργανώθηκα被動完成分詞 οργανωμένος)

  1. 組織

變位

[编辑]

參考資料

[编辑]
  1. οργανώνω in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], 1998, by the "Triantafyllidis" Foundation.