ελεφαντοστό
外观
希臘語
[编辑]詞源
[编辑]ελέφαντας (eléfantas, “象”) + οστό (ostó, “骨”)
名詞
[编辑]ελεφαντοστό (elefantostó) n (复数 ελεφαντοστά)
變格
[编辑]ελεφαντοστό的變格
單數 | 複數 | |
---|---|---|
主格 | ελεφαντοστό • | ελεφαντοστά • |
屬格 | ελεφαντοστού • | ελεφαντοστών • |
賓格 | ελεφαντοστό • | ελεφαντοστά • |
呼格 | ελεφαντοστό • | ελεφαντοστά • |
近義詞
[编辑]- ελεφαντόδοντο (elefantódonto) (更常用)
- φίλντισι (fílntisi) 〈口〉
派生詞
[编辑]- Ακτή Ελεφαντοστού f (Aktí Elefantostoú, “象牙海岸,科特迪瓦”)