φονικός
外观
希臘語
[编辑]形容詞
[编辑]φονικός (fonikós) m (陰性 φονική,中性 φονικό)
變格
[编辑] φονικός 的變格
添加後綴的比較程度
比較級 | 单数 | 复数 | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
阳性 | 阴性 | 中性 | 阳性 | 阴性 | 中性 | |
主格 | φονικότερος • | φονικότερη • | φονικότερο • | φονικότεροι • | φονικότερες • | φονικότερα • |
屬格 | φονικότερου • | φονικότερης • | φονικότερου • | φονικότερων • | φονικότερων • | φονικότερων • |
賓格 | φονικότερο • | φονικότερη • | φονικότερο • | φονικότερους • | φονικότερες • | φονικότερα • |
呼格 | φονικότερε • | φονικότερη • | φονικότερο • | φονικότεροι • | φονικότερες • | φονικότερα • |
衍生 | 相對最高級:ο + 比較級形式(如“ο φονικότερος”) | |||||
絕對最高級 | 单数 | 复数 | ||||
阳性 | 阴性 | 中性 | 阳性 | 阴性 | 中性 | |
主格 | φονικότατος • | φονικότατη • | φονικότατο • | φονικότατοι • | φονικότατες • | φονικότατα • |
屬格 | φονικότατου • | φονικότατης • | φονικότατου • | φονικότατων • | φονικότατων • | φονικότατων • |
賓格 | φονικότατο • | φονικότατη • | φονικότατο • | φονικότατους • | φονικότατες • | φονικότατα • |
呼格 | φονικότατε • | φονικότατη • | φονικότατο • | φονικότατοι • | φονικότατες • | φονικότατα • |
相關詞彙
[编辑]- 參見:φόνος m (fónos, “謀殺,殺人”)