|
主動態 ➤
|
被動態 ➤
|
直陳語氣 ➤
|
未完成體 ➤
|
完成體 ➤
|
未完成體
|
完成體
|
非過去式 ➤
|
現在 ➤
|
非獨立形 ➤
|
現在
|
非獨立形
|
1 單
|
συμβουλεύω
|
συμβουλέψω, συμβουλεύσω
|
συμβουλεύομαι
|
συμβουλευτώ, συμβουλευθώ
|
2 單
|
συμβουλεύεις
|
συμβουλέψεις, συμβουλεύσεις
|
συμβουλεύεσαι
|
συμβουλευτείς, συμβουλευθείς
|
3 單
|
συμβουλεύει
|
συμβουλέψει, συμβουλεύσει
|
συμβουλεύεται
|
συμβουλευτεί, συμβουλευθεί
|
|
1 複
|
συμβουλεύουμε, [‑ομε]
|
συμβουλέψουμε, [‑ομε], συμβουλεύσουμε, [‑ομε]
|
συμβουλευόμαστε
|
συμβουλευτούμε, συμβουλευθούμε
|
2 複
|
συμβουλεύετε
|
συμβουλέψετε, συμβουλεύσετε
|
συμβουλεύεστε, συμβουλευόσαστε
|
συμβουλευτείτε, συμβουλευθείτε
|
3 複
|
συμβουλεύουν(ε)
|
συμβουλέψουν(ε), συμβουλεύσουν(ε)
|
συμβουλεύονται
|
συμβουλευτούν(ε), συμβουλευθούν(ε)
|
|
過去式 ➤
|
過去未完成時 ➤
|
一般過去式 ➤
|
過去未完成時
|
一般過去式
|
1 單
|
συμβούλευα
|
συμβούλεψα, συμβούλευσα, {συνεβούλευσα}
|
συμβουλευόμουν(α)
|
συμβουλεύτηκα, συμβουλεύθηκα
|
2 單
|
συμβούλευες
|
συμβούλεψες, συμβούλευσες, {συνεβούλευσες}
|
συμβουλευόσουν(α)
|
συμβουλεύτηκες, συμβουλεύθηκες
|
3 單
|
συμβούλευε
|
συμβούλεψε, συμβούλευσε, {συνεβούλευσε}
|
συμβουλευόταν(ε)
|
συμβουλεύτηκε, συμβουλεύθηκε
|
|
1 複
|
συμβουλεύαμε
|
συμβουλέψαμε, συμβουλεύσαμε
|
συμβουλευόμασταν, (‑όμαστε)
|
συμβουλευτήκαμε, συμβουλευθήκαμε
|
2 複
|
συμβουλεύατε
|
συμβουλέψατε, συμβουλεύσατε
|
συμβουλευόσασταν, (‑όσαστε)
|
συμβουλευτήκατε, συμβουλευθήκατε
|
3 複
|
συμβούλευαν, συμβουλεύαν(ε)
|
συμβούλεψαν, συμβούλευσαν, {συνεβούλευσαν}
|
συμβουλεύονταν, (συμβουλευόντουσαν)
|
συμβουλεύτηκαν, συμβουλευτήκαν(ε), συμβουλεύθηκαν, συμβουλευθήκαν(ε)
|
|
將來時 ➤
|
持續將來時 ➤
|
一般將來時 ➤
|
持續將來時
|
一般將來時
|
1 單
|
θα συμβουλεύω ➤
|
θα συμβουλέψω / συμβουλεύσω ➤
|
θα συμβουλεύομαι ➤
|
θα συμβουλευτώ / συμβουλευθώ ➤
|
2,3 單, 1,2,3 複
|
θα συμβουλεύεις, …
|
θα συμβουλέψεις / συμβουλεύσεις, …
|
θα συμβουλεύεσαι, …
|
θα συμβουλευτείς / συμβουλευθείς, …
|
|
|
完成體 ➤
|
完成體
|
現在完成時 ➤
|
έχω, έχεις, … συμβουλέψει / συμβουλεύσει
|
έχω, έχεις, … συμβουλευτεί / συμβουλευθεί
|
過去完成時 ➤
|
είχα, είχες, … συμβουλέψει / συμβουλεύσει
|
είχα, είχες, … συμβουλευτεί / συμβουλευθεί
|
將來完成時 ➤
|
θα έχω, θα έχεις, … συμβουλέψει / συμβουλεύσει
|
θα έχω, θα έχεις, … συμβουλευτεί / συμβουλευθεί
|
|
虛擬語氣 ➤
|
使用現在時非獨立形(一般過去時) 或現在完成時形式 + 助詞(να、ας)。
|
|
祈使語氣 ➤
|
未完成體
|
完成體
|
未完成體
|
完成體
|
2 單
|
συμβούλευε
|
συμβούλεψε / συμβούλευ' 1, συμβούλευσε
|
—
|
συμβουλέψου, συμβουλεύσου
|
2 複
|
συμβουλεύετε
|
συμβουλέψτε / συμβουλεύτε2, συμβουλεύστε
|
συμβουλεύεστε
|
συμβουλευτείτε, συμβουλευθείτε
|
|
其他形式
|
主動態
|
被動態
|
現在分詞➤
|
συμβουλεύοντας ➤
|
—
|
完成分詞➤
|
έχοντας συμβουλέψει / συμβουλεύσει ➤
|
—
|
|
非限定形➤
|
συμβουλέψει, συμβουλεύσει
|
συμβουλευτεί, συμβουλευθεί
|
|
|
注釋 Appendix:希臘語動詞
|
1. 口語接形完成命令式 + 冠詞&名詞、弱代詞的賓格形。如:συμβούλευ' τον(“勸告他!”) 2. 口語。 • 帶 -ευσ- 的主動形及帶 -ευθ- 的被動形更為正式。 • (…) 可選或非正式。 […] 罕用。 {…} 古體。 • 有多種形式的,按使用頻率依次遞減。 • 使用虛擬式可組合出委婉命令式。
|
|