ζάχαρη
外观
希臘語
[编辑]詞源
[编辑]源自古希臘語 σάκχαρις (sákkharis),通過巴利語,源自梵語 शर्करा (śarkarā)。
發音
[编辑]名詞
[编辑]ζάχαρη (záchari) f (复数 ζάχαρες) (複數形罕用)
使用注意
[编辑]屬格單數形 ζαχάρεως 也用於短語中,如βιομηχανία ζαχάρεως (viomichanía zacháreos, “製糖業”)、εργοστάσιο ζαχάρεως (ergostásio zacháreos, “糖廠”)。
變格
[编辑]近義詞
[编辑]同類詞彙
[编辑]- αμυλοζάχαρο n (amylozácharo, “淀粉糖”)
- αμυλοσάκχαρο n (amylosákcharo, “淀粉糖”)
- γλυκόζη f (glykózi, “葡萄糖”)
- καραμέλα f (karaméla, “糖果”)
- σταφυλοσάκχαρο n (stafylosákcharo, “葡萄糖”)
相關詞彙
[编辑]- αμυλοζάχαρο n (amylozácharo, “淀粉糖”)
- αμυλοσάκχαρο n (amylosákcharo, “淀粉糖”)
- ζαχαριέρα f (zachariéra, “糖罐”)
- ζάχαρο n (zácharo, “糖尿病;硬糖”)
- ζαχαροδιαβήτης m (zacharodiavítis, “糖尿病”)
- ζαχαροκάλαμο n (zacharokálamo, “甘蔗”)
- ζαχαροπλαστείο n (zacharoplasteío, “糕點店,糖果店”)
- ζαχαροπλάστης m (zacharoplástis, “糕點師”)
- ζαχαροπλαστική f (zacharoplastikí, “製作糕點,製作甜食”)
- ζαχαροπλάστισσα f (zacharoplástissa, “糕點師”)
- ζαχαροπλάστρια f (zacharoplástria, “糕點師”)
- ζάχαρος (zácharos, “用糖烹調的”)
- ζαχάρωμα n (zachároma, “被糖/糖漿包裹的”)
- ζαχαρώματα n 或 複 (zacharómata, “擁抱和親吻”)
- σταφυλοσάκχαρο n (stafylosákcharo, “葡萄糖”)