εκσπερματίζω

維基詞典,自由的多語言詞典

希臘語[编辑]

動詞[编辑]

εκσπερματίζω (ekspermatízo) (過去簡單式 εκσπερμάτισα被動語態 εκσπερματίζομαι)

  1. (醫學生物學) 射精
    近義詞: εκσπερματώνω (ekspermatóno)(較少用) αποσπερματίζω (apospermatízo)(粗俗) χύνω (chýno)

變位[编辑]

相關詞彙[编辑]