跳转到内容

πνευμονοπάθεια

維基詞典,自由的多語言詞典

希臘語

[编辑]

詞源

[编辑]

πνευμονικός (pnevmonikós, 肺的) +‎ -πάθεια (-pátheia, 狀態)

名詞

[编辑]

πνευμονοπάθεια (pnevmonopátheiaf (复数 πνευμονοπάθειες)

  1. (醫學) 肺病

變格

[编辑]

派生詞

[编辑]

相關詞彙

[编辑]