跳转到内容

αμμοχάλικο

維基詞典,自由的多語言詞典

希臘語

[编辑]

詞源

[编辑]

άμμος (ámmos, ) +‎ χαλίκι (chalíki, 礫石)

名詞

[编辑]

αμμοχάλικο (ammochálikon (复数 αμμοχάλικα)

  1. 骨料集料

變格

[编辑]