跳转到内容

άμμος

維基詞典,自由的多語言詞典
參見:ἄμμος

希臘語

[编辑]

詞源

[编辑]

源自古希臘語 ἄμμος (ámmos)

名詞

[编辑]

άμμος (ámmosf (复数 άμμοι)(有時也作陽性)

  1. Τα παιδιά έπαιζαν στην άμμο με τα φτυαράκια τους.
    Ta paidiá épaizan stin ámmo me ta ftyarákia tous.
    孩子們在沙地裡拿著鏟子玩。
  2. 沙灘

變格

[编辑]

近義詞

[编辑]

相關詞彙

[编辑]